- ανάκλαστος
- -η, -ο (Α ἀνάκλαστος, -ον) [ἀνακλῶ]ο προς τα πίσω κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί ανάκλασηαρχ.λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακλώ — ( άω) (Α ἀνακλῶ) νεοελλ. ρίχνω προς τα πίσω, μεταστρέφω την κατεύθυνση, αντανακλώ (κυρ. για φωτεινές ακτίνες ή ηχητικά κύματα) αρχ. Ι. ενεργ. 1. λυγίζω προς τα πίσω, κάμπτω 2. σύρω προς τα επάνω και αναστρέφω 3. (για μπάλα) αναπηδώ ΙΙ. (παθ.… … Dictionary of Greek